Οι οικονομικές σχέσεις την περίοδο της κατοχής επικυριαρχούνται από τις ελλείψεις αγαθών, ιδιαίτερα τροφίμων, και την ανάπτυξη της μαύρης αγοράς. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται να παρουσιασθούν οι γενικές αρχές ανάπτυξης της μαύρης αγοράς και των μηχανισμών της στην κατοχική Ελλάδα και η ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων της καθώς και επί μέρους πτυχών της στη Λέσβο και στον Πολιχνίτο.  


Το γενικό πλαίσιο ανάπτυξης της μαύρης αγοράς στην κατοχική Ελλάδα

 

Με την έναρξη της κατοχής η Ελληνική οικονομία καλείται να λειτουργήσει σε εξαιρετικά ιδιόμορφες και οριακές συνθήκες. Σημαντικές συγκοινωνιακές υποδομές της χώρας είναι κατεστραμένες ενώ οι σύμμαχοι εφαρμόζουν ναυτικό αποκλεισμό και η τροφοδοσία από τα λιμάνια είναι εξαιρετικά δύσκολη[1]. Οι Γερμανοί για τη στήριξη του πολέμου που διεξάγουν στη Σοβιετική Ένωση αποτελειώνουν τις όποιες συγκοινωνιακές δυνατότητες της χώρας με την επίταξη κάθε αξιόλογου οχήματος αλλά κυρίως με τη δέσμευση των καυσίμων (οχήματα και καύσιμα επανεμφανίζονται στο Ελληνικό οδικό δίκτυο μόλις την Άνοιξη του 1942)[2]. Έτσι, ακόμη και η ισχνή αγροτική παραγωγή του 1941 δεν μπορεί να μεταφερθεί στα αστικά κέντρα. Πολύ δε περισσότερο που σημαντικό τμήμα της παραγωγής κατευθύνεται στην τροφοδοσία του στρατιωτικού μηνανισμού των χωρών του Άξονα[3]. Στην Αθήνα, ήδη από τις αρχές του φθινοπώρου 1941 συνηδειτοποιείται η σοβαρότητα των ελλείψεων και η επισιτιστική κρίση που έρχεται, ενώ οι πρώτοι δημόσιοι θάνατοι λόγω της πείνας καταγράφονται το Νοέμβριο.

 

Μπροστά στο αδιέξοδο, οι πολίτες αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και αρχίζουν να ταξιδεύουν από τις πόλεις προς τις παραγωγικές περιοχές της χώρας προκειμένου να βρουν τρόφιμα. Με την ανοχή των αρχών δημιουργούνται επιτροπές, συνεταιρισμοί, κλπ., προκειμένου οι άνθρωποι μόνοι τους να βρουν πρόσβαση σε τρόφιμα από την επαρχία. Όμως και στην ύπαιθρο λίγες είναι οι περιοχές που χαρακτηρίζονται από ισόρροπη παραγωγή τροφίμων· με την καλλιέργεια των σιτηρών να γίνεται ανατολικά της Πίνδου, και η ελαιοκαλιέργεια κυρίως δυτικά, οι άνθρωποι της υπαίθρου είναι επίσης αναγκασμένοι να μετακινούνται για την ανταλλαγή των απαραίτητων αγαθών[4].

 

Από τον Οκτώβριο του 1941 οι μετακινήσεις αυτές παίρνουν μαζικές διαστάσεις. Την πρώτη περίοδο γίνονται χωρίς οργάνωση, από μεμονωμένους ανθρώπους, που είτε ταξίδευαν για λογαριασμό της οικογένειάς τους, είτε στο πλαίσιο μιας μικρής «ατομικής επιχείρησης»[5]. Τον τραγικό χειμώνα 1941-1942 τα κανάλια αυτά αποτελούν το βασικό τρόπο τροφοδοσίας με τρόφιμα της πρωτεύουσας και των μεγάλων αστικών κέντρων, αν και δεν επαρκούν για την εξασφάλιση της διατροφής του συνόλου του πληθυσμού. Όπως σημειώνει ο Mark Mazower, «η μαύρη αγορά είναι μια αναγκαιότητα»[6].

 

Οι αρχές προσπαθούν να παρακολουθήσουν και να ελέγξουν το φαινομένο, με την κορύφωση όμως του λιμού οι απαγορεύσεις (ειδικά για τους κατοίκους της Αθήνας) γίνονται πιο χαλαρές. Η παράβαση της μεταφοράς τροφίμων χωρίς άδεια είναι τόσο κοινή που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά τις επιπτώσεις. Γυρνώντας από το ταξίδι στην Αθήνα αυτοί οι «λαϊκοί μαυραγορίτες» προσπαθούν να αποφύγουν τον έλεγχο και τη σύλληψη από τις αρχές (διότι σπάνια έχουν άδεια), να προστατέψουν την πραμάτεια τους από κλοπές, να πουλήσουν μέρος της χέρι με χέρι, κλπ. Όμως, όλη αυτή η δραστηριότητα διατηρείται στην οικογενειακή κλίμακα. Το μεγάλωμα των κέντρων απόκρυψης και μαύρης αγοράς έγινε προοδευτικά και καθυστερημένα, μετά το πέρασμα της μεγάλης κρίσης, όταν πλέον ήταν διαθέσιμα τα μεταφορικά μέσα ιδιωτών και του στρατού κατοχής[7].

 

Με το τέλος του χειμώνα του 1942, οι παραγωγοί στην ύπαιθρο διαθέτουν τα τελευταία αποθέματα τροφών για σπορά (δεδομένου ότι δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες εξεύρεσης σπόρων) και επιδίδονται σε μια μεγάλη προσπάθεια να αυξήσουν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Οι «λαϊκοί μαυραγορίτες» δεν βρίσκουν πλέον τρόφιμα να αγοράσουν στην επαρχία, γυρνούν με άδεια χέρια από τις εξορμήσεις τους, εντείνοντας την ανησυχία και οδηγώντας σε ραγδαίες ανατιμήσεις των αγαθών. Την ίδια περίοδο, η εμφάνιση ληστών στους ορεινούς όγκους και στους δρόμους απειλεί τους πεζοπόρους που μεταφέρουν τρόφιμα αλλά και τους παραγωγούς των χωριών, διαμορφώνοντας ένα κλίμα φόβου και τρομοκρατίας. Ταυτόχρονα, οι αρχές οργανώνουν την αντεπίθεσή τους για τον έλεγχο της σοδειάς και των παράλληλων μηχανισμών διακίνησης των τροφίμων, αυστηροποιώντας τις ποινές, βελτιώνοντας τους όρους αποζημίωσης των αγροτών, κλπ. Τέλος, από τα τέλη Μαρτίου 1942 και μετά, φθάνει στον Πειραιά σημαντική επισιτιστική βοήθεια και πλέον η Αθήνα είναι σε θέση να εξάγει τρόφιμα προς την επαρχία.

 

Οι πολύπλευρες αυτές πιέσεις (έλειψη αγαθών, ληστές, νέο θεσμικό πλαίσιο «συγκέντρωσης», αυστηροποίηση των ποινών γι’ αυτούς που μεταφέρουν αγαθά) οδηγούν στη κάμψη του μαζικού χαρακτήρα της μαύρης αγοράς και στη συγκέντρωσή της από το φθινόπωρο του 1942 σε λίγα ισχυρά χέρια, που συνεργάζονται πια με τους κατακτητές και έχουν πρόσβαση στα μεταφορικά τους μέσα. Επίσης, με τη διαχείριση της βοήθειας από το εξωτερικό και τη μερική αποκατάσταση των συγκοινωνιών, οι κατοχικές αρχές δείχνουν να αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Εντούτοις, οι επιλογές αυτές οδηγούν σε έξαρση των αντιθέσεων. Παρά τους βελτιωμένους όρους αποζημίωσης των αγροτών, το μέτρο της «συγκέντρωσης» εξακολουθεί να συνιστά για τους ανθρώπους της υπαίθρου καταλήστευση του μόχθου τους.

 

Πάνω σε αυτήν την οικονομική βάση έρχεται να πατήσει το Εαμικό αντάρτικο, παίρνοντας τη μεριά των αγροτών, καλώντας σε φορολογική ανυπακοή, σπάζοντας τους μηχανισμούς της «συγκέντρωσης» και εντασσόμενο στα τοπικά οικονομικά συστήματα. Σύμφωνα με το Γ. Μαργαρίτη η ένοπλη εξέγερση που δρομολογήθηκε στα Ελληνικά βουνά το καλοκαίρι του 1942 καταξιώθηκε μέσω 3 βασικών πράξεων[8]:

 

-Την καταδίωξη, εξαφάνιση ή ενσωμάτωση των ληστών προς όφελος της ασφάλειας όλων εκείνων που συμμετείχαν στα παράπλευρα συστήματα συναλλαγών.

-Τις επιθέσεις και κατασχέσεις στις αποθήκες της «συγκέντρωσης». Το αντάρτικο τρέφεται μόνο του ενώ μέρος της παραγωγής επιστρέφεται στους παραγωγούς.

-Την καταδίωξη και εξόντωση των συνεργατών των καταχτητών (ιδιαίτερα δε όσων έχουν οικονομικές δοσοληψίες μαζί τους) και της χωροφυλακής, εμπεδώνοντας έτσι τους νέους μηχανισμούς εξουσίας.

 

Προς το τέλος του Φθινοπώρου του 1942 οι ρόλοι των εμπλεκομένων στη Κατοχική Ελλάδα έχουν παγιωθεί και λίγο έως πολύ θα παραμείνουν αμετάβλητοι μέχρι την απελευθέρωση.

 

Στις πόλεις, η κατοχική κυβέρνηση με τον έλεγχο της επισιτιστικής βοήθειας που ερχόταν από το εξωτερικό και τις ποσότητες τροφίμων που συγκεντρώνονταν από την ύπαιθρο (τα της διατροφής των ανθρώπων δηλαδή), απέκτησε την πρωτοβουλία των κινήσεων, και μπορούσε να ελιχθεί. Η αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου για τη μαύρη αγορά είχε ως βασικό στόχο τους μικρούς - λαϊκούς μαυραγορίτες, τον έλεγχο των παράλληλων και ανεξάρτητων από το κράτος δικτύων συναλλαγών. Αντίθετα, ενισχύονται οι λίγοι ισχυροί παίκτες που ελέγχουν τις μεγάλες ποσότητες, και οι οποίοι δραστηριοποιούνται χέρι-χέρι με τις κατοχικές αρχές. Πολλοί από τους καταχτητές εμπλέκονται πλέον σε αυτού του τύπου τις δραστηριότητες.

 

Το αστικό ΕΑΜ αναπτύχθηκε γύρω από τις λαϊκές αγορές, κυρίως στις περιφερειακές συνοικίες της πρωτεύουσας, προκειμένου οι εμπλεκόμενοι σε αυτές (ο απλός κόσμος) να προστατευθούν από το κράτος και τους ληστές. Ήταν επίσης ο συνδετικός κρίκος των συνεταιρισμών και επιτροπών που δημιουργήθηκαν τον πρώτο χειμώνα για την εξασφάλιση τροφίμων, προκειμένου να συντονίζονται μεταξύ τους και με τις παραγωγικές δομές της υπαίθρου παρακάμπτοντας το κράτος. Αποκορύφωμα της δράσης του η άνοιξη και τα καλοκαίρι του 1943 όπου η διεκδίκηση για τον κόσμο που εκπροσωπούσε μεγαλύτερων μεριδίων της επισιτιστικής βοήθειας κορυφώθηκε με την προβολή και πιο πολιτικών ζητημάτων.  

 

Στα βουνά της Ελλάδας, ο ΕΛΑΣ, το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ, κατάφερε να μετουσιώσει το κάψιμο των καταλόγων της «συγκέντρωσης» σε κατάλυση της επίσημης εξουσίας και στη δημιουργία νέων κρατικών δομών: λαϊκή παιδεία, λαϊκή δικαιοσύνη κλπ. Και μάλιστα σε επίπεδα τέτοια που οι ντόπιοι πληθυσμοί δεν είχαν ξανασυναντήσει σε καιρούς ειρήνης και θα έκαναν πολλές δεκαετίες μετά την απελευθέρωση για να ξαναβρούν. Ήταν η Ελεύθερη Ελλάδα και ψυχή της διαδικασίας αυτής τα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ που είχαν την κουλτούρα της επανάστασης και πλέον τις εμπειρίες για να την υλοποιήσουν.

 

Το πλαίσιο ανάπτυξης της μαύρης αγοράς στη Λέσβο και στον Πολιχνίτο

 

Ανάλογοι ήταν οι μηχανισμοί και οι φάσεις ανάπτυξης της μαύρης αγοράς στη Λέσβο. Εντούτοις, ορισμένες τοπικές ιδιαιτερότητες συνέβαλαν σε επί μέρους διαφοροποιήσεις της έντασης και της χρονικής κλιμάκωσης του φαινομένου. Κατ’ αρχήν, η Λέσβος βρίσκεται στη Γερμανική ζώνη επιρροής, όπου κατά γενική ομολογία η κατοχική εξουσία είναι πολύ πιο σκληρή σε σχέση με τις περιοχές που βρίσκονται υπό Ιταλική κατοχή. Από τις αρχές του καλοκαιριού του 1941 οι κατοχικές αρχές με το νομοθετικό διάταγμα 779/41, θ’ απαγορεύσουν την εξαγωγή και εμπορία λαδιού. Μάλιστα, οι Γερμανοί δεν επιτρέπουν την παράδοση πλεονάζουσας παραγωγής από περιοχές που ήλεγχαν οι ίδιοι προς την Ιταλική ζώνη[9] (π.χ. Αθήνα). Οι συγκεντρωμένες ποσότητες λαδιού εκμεταλλεύονται αποκλειστικά από αυτούς για την τροφοδοσία του στρατού τους εντός και εκτός Ελλάδας. Επίσης, η νησιωτικότητα δημιουργεί αντικειμενικές δυσκολίες στις μετακινήσεις των κατοίκων με στόχο την εξεύρεση τροφής και την ανταλλαγή αγαθών.

 

Έτσι, μετά τις πρώτες εβδομάδες της Γερμανικής κατοχής στην Λέσβο αρχίζουν να σπανίζουν βασικά είδη διατροφής, γεγονός που οδηγεί σε ραγδαίες αυξήσεις των τιμών τους. Σύμφωνα με τις καταγραφές που κάνει στο ημερολόγιό της η Αρτεμισία Ζυγούρη[10], ήδη τον Αύγουστο του 1941 οι ντομάτες πωλούνται στον Πολιχνίτο προς 25 δρχ. την οκά από 2 δρχ. στις αρχές του καλοκαιριού, οι μελιτζάνες 50 δρχ. από 4-5 δρχ., τα ρεβύθια αυξάνονται από 10 σε 40 δρχ. η οκά, τα φασόλια και οι μπάμιες από 8 δρχ. έχουν ήδη φθάσει στις 60, τα κουκιά από 8 δρχ. στις 35, το σιτάρη από 10 δρχ. στις 50, τα κάρβουνα από 2 δρχ. στις 10, κλπ. Ο κόσμος έχει τρομοκρατηθεί όχι από τη βιαιότητα της κατοχικής εξουσίας αλλά από τις πρωτόγνορες οικονομικές εξελίξεις.

 

Την περίοδο αυτή αρκετοί τολμηροί Πολιχνιάτες (όπως και άλλοι κάτοικοι της Λέσβου) αποτολμούν με βάρκες και καϊκια να ταξιδέψουν στη Μακεδονία (Χαλκιδική, Καβάλα, κ.α.) και στη Θράκη προκειμένου να ανταλλάξουν λάδι με σιτάρι και όσπρια και να εξασφαλίσουν κάποια τρόφιμα για την οικογένεια και τους οικείους τους. Είναι ένα ταξίδι εξαιρετικά παράτολμο με χίλιους δυο κινδύνους: η εξαγωγή λαδιού από το νησί απαγορεύεται από τις Γερμανικές αρχές χωρίς ειδική άδεια και έτσι η φόρτωση θα πρέπει να γίνει στα κρυφά. Ακολουθεί ο διάπλους όλου του Βορείου Αιγαίου με τα μικρά αυτά πλοιάρια, συχνά σε αντίξοες καιρικές συνθήκες (ένα σύνηθες δρομολόγιο που ακολουθούσαν ήταν μέσω Ίμβρου, Τενέδου με τελικό προορισμό τη Θράκη ή τη Χαλκιδική). Στη συνέχεια, θα πρέπει να γίνει η συναλλαγή χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους Καταχτητές. Και κατόπιν να αρχίσει εκ νέου το ταξίδι της επιστροφής και να προσεγγίσουν τα παράλια του νησιού ξεφεύγοντας από το άγρυπνο μάτι των κατοχικών αρχών.

 

Πρωτίστως η Νυφίδα, αλλά και η Σκάλα και τα Βατερά αναδεικνύονται σε κέντρα των παράνομων αυτών συναλλαγών, οι οποίες πολύ σύντομα αναπτύσσονται πέρα από την οικογενειακή κλίμακα, σε επαγγελματική βάση. Ήδη στις αρχές Αυγούστου του 1941 με επιστολή του ένας κάτοικος του Πολιχνίτου καταγγέλει στον κατοχικό Νομάρχη τη ραγδαία ανάπτυξη του λαθρεμπορίου στην περιοχή. Με βάση τα στοιχεία που παρατίθενται στην επιστολή αυτή[11]:

 

-Ήδη τον Αύγουστο του 1941 μόνο στην περιοχή Πολιχνίτου περίπου 40-60 ψαρόβαρκες πραγματοποιούν τέτοιου τύπου ταξίδια. Ακόμη και αν τα νούμερα αυτά έχουν μια δόση υπερβολής λόγω της φύσης της επιστολής, καταδεικνύουν το βαθμό ανάπτυξης των παράλληλων αυτών μηχανισμών συναλλαγής.

 

-Μία ψαρόβαρκα νοικιάζεται προς 50.000 δρχ. και βάζει 1000 οκάδες φορτίο.

 

-Στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται στη Μακεδονία και στη Θράκη 1 οκά λάδι ή σαπούνι ανταλάσσεται με 5-8 οκάδες σιτάρι.

 

-Στην επιστροφή το σιτάρι πουλιέται προς 100-120 δρχ. η οκά.

 

-Σε εβδομαδιαία βάση ξεφορτώνονται 20-30.000 οκάδες σιτάρι.

 

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτουν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Με βάση τη σχέση ανταλλαγής λαδιού / σιταριού και την τιμή πώλησης του σιταριού, προκύπτει ότι 1 οκά λάδι που εντάσσεται σε αυτού του τύπου τη συναλλαγή αποφέρει έσοδα της τάξης των 500 έως 800 δρχ. Λαμβάνοντας υπόψη τις δαπάνες ενοικίασης της βάρκας το κέρδος ανά οκά λαδιού υπολογίζεται τουλάχιστον στις 250-400 δρχ (συνήθως δε αρκετά περισσότερο). Την ίδια περίοδο η λιανική τιμή πώλησης του λαδιού στον Πολιχνίτο ήταν 100 δρχ. η οκά. Επομένως, για τους μεγάλους παραγωγούς λαδιού οι συναλλαγές αυτές δεν αποτελούσαν ένα αναγκαίο μέσο επιβίωσης όπως για δεκάδες Πολιχνιάτες που αποτόλμησαν τα ταξίδια αυτά, αλλά μέσο εύκολου και γρήγορου πλουτισμού. Πολύ δε περισσότερο που η σχέση ανταλλαγής λαδιού / σιταριού (1/5 ή 1/8) επέτρεπε να φορτωθούν οι ψαρόβαρκες με ποσότητες λαδιού πέραν των αναγκαίων για την πλήρωσή τους με σιτάρι, οι οποίες πωλούνταν με αντίτιμο χρυσές λίρες ή άλλα περιουσιακά στοιχεία.

 

Η κερδοφορία του εγχειρήματος προσελκύει τους μεγάλους παίκτες, τους έχοντες και κατέχοντες, που σε συνεργασία πλέον με τις κατοχικές αρχές και τους συνεργάτες των Γερμανών οργανώνουν και λυμαίνονται αυτού του τύπου τις συναλλαγές, ενώ οι μικροί οικογενειάρχες εξοβελίζονται. Είναι οι μαυραγορίτες που στη λαϊκή συνείδηση θα μείνουν ως χειρότεροι και από τους καταχτητές. Ο Mark Mazower στο κλασσικό έργο του «στην Ελλάδα του Χίτλερ»[12] αναφέρει αρκετά παραδείγματα από τη Λέσβο για την εμπλοκή της τοπικής άρχουσας τάξης και των συνεργατών των Γερμανών στους μηχανισμούς της μαύρης αγοράς. Παραθέτουμε σχετικά: «Ο επίσκοπος Μυτιλήνης κατηγορήθηκε ότι είχε διοχετεύσει τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού προς τους φίλους του. Ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας Νικόλαος Κατσαρέας ήταν ανακατεμένος σε συμμορίες τροφίμων και καυσίμων, βοηθούσε στην «εποπτεία» του επιμερισμού των αλεύρων στους φουρνάρηδες του νησιού, και τελικά την κατάλληλη στιγμή το ‘σκασε με καϊκι στη Μέση Ανατολή τόσο φορτωμένος με μεγάλες ποσότητες από βρετανικές κονσέρβες, ώστε χρειάστηκε να ζητήσει από τους συνεπιβάτες του να τον βοηθήσουν να τις ανεβάσει στο πλεούμενο. Οι οικογένειες που είχαν προσωπικές διασυνδέσεις με τους Γερμανούς βρίσκονταν σε πολύ καλή θέση για να πλουτίσουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Η αστυνομία της Αθήνας παρατηρούσε με ενδιαφέρον τη μεταβολή της ζωής του Διονύση Π., φτωχού τραπεζοϋπάλληλου, που η μητέρα του ήταν γερμανικής καταγωγής. .... Μετέφερε επίσης ελαιόλαδο από τη Μυτιλήνη, σπάζοντας το επίσημο εμπάργκο. Ήδη το 1944 είχε τρία σπίτια – ένα κοντά στη θάλασσα, στη Γλυφάδα, ένα σε μια καλή γειτονιά της Αθήνας κι ένα τρίτο στη Μυτιλήνη».

 

Από τα μέσα του 1943 αλλά κυρίως το 1944 η Εαμική αντίσταση παρεμβαίνει στη μαύρη αγορά και ασκεί ποικίλες πιέσεις στους μαυραγορίτες, τόσο στον Πολιχνίτο όσο και εν γένει στη Λέσβο. Σταχυολογούμε ορισμένες από τις αναφορές που εντοπίσαμε σε πηγές που αναφέρονται στα γεγονότα της εποχής όσον αφορά στις παρεμβάσεις του ΕΑΜ:

 

-Αποσπά τρόφιμα (με ειρηνικό αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και με βίαιο τρόπο) για τα συσσίτια που οργανώνει αλλά και για τις ανάγκες της αντίστασης[13],[14]. Στο πλαίσιο αυτό στην περιοχή Πολιχνίτου για παράδειγμα επιβάλεται παρακράτημα σε όλα τα καϊκια που φθάνουν στην περιοχή με τρόφιμα[15].

 

-Ναυλώνει κατά διαστήματα καϊκια, τα οποία στέλνονται στη Μακεδονία για την ανταλλαγή λαδιού με σιτάρι και όσπρια. Τα τρόφιμα διανέμονται στους πολίτες. Στην περιοχή του Πολιχνίτου μέσω της ΕΤΑ (Επιμελητείας του Αντάρτη) το ΕΑΜ διαθέτει 2 καϊκια για τέτοιου τύπου αποστολές[16].

 

-Ακυρώνει ληστρικές συναλλαγές που έγιναν στις αρχές της κατοχικής περιόδου όπου φτωχοί άνθρωποι για την εξασφάλιση μικρών ποσοτήτων τροφίμων έχασαν τη χρήση των χωραφιών τους, τα όποια πλέον τα εκμεταλλεύονται οι επιτήδειοι[17]. Ειδικά στην περιοχή της Καλλονής το καλοκαίρι του 1944 έγινε μεγάλη κινητοποίηση και εκτεταμένα επεισόδια όταν οι μικροϊδιοκτήτες των χωραφιών υποστηριζόμενοι από την οργάνωση του ΕΑΜ διεκδίκησαν μέρος της παραγωγής των χωραφιών τους που είχαν αποσπαστεί από τους άρχοντες της περιοχής. Επενέβησαν αστυνομικές δυνάμεις από τη Μυτιλήνη και στα επεισόδια σκοτώθηκε ο Γιάννης Νταβέλλης, ενώ αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν. Όμως, τελικά οι κατοχικές δυνάμεις υποχώρησαν. 

 

Σε διάφορες γραπτές αναφορές της εποχής αλλά και σε πολλές μαρτυρίες υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι οι μαυραγορίτες, συνήθως σημαίνοντα μέλη των τοπικών κοινωνιών, ήταν οι βασικοί συντελεστές των δεινών και της καταστροφής που αντιμετώπισε ο Λεσβιακός λαός εκείνα τα χρόνια, φέρνοντας σε υποδεέστερο ρόλο τους στρατιώτες της Βέρμαχτ.

[1] Γ. Μαργαρίτης, 1993. Από την Ήττα στην Εξέγερση – Ελλάδα: Άνοιξη 1941 – Φθινόπωρο 1942. Εκδόσεις ο Πολίτης.

[2] Γ. Μαργαρίτης, 1993

[3] MMazower, 1994. Στην Ελλάδα του Χίτλερ: Η Εμπειρία της Κατοχής. Εκδόσεις Αλεξένδρεια.

[4] Γ. Μαργαρίτης, 1993

[5] Γ. Μαργαρίτης, 1993

[6]MMazower, 1994

[7] Γ. Μαργαρίτης, 1993

[8] Γ. Μαργαρίτης, 1993

[9] MMazower, 1994.

[10] Σ. Αναγνώστου, 2002. Αρτεμισία Ζυγούρη: Ημερολόγιο Κατοχής και των Πρώτων Μηνών του εμφυλίου στον Πολιχνίτο. Αιολικά Χρονικά, Τόμος Δ.

[11] Σάββας Κωφόπουλος, 2006. Πείνα, Μαύρη Αγορά και Θάνατοι στη Λέσβο επί Κατοχής. Λεσβιακά, τόμος ΚΑ.

[12] MMazower, 1994.

[13] Σ. Αναγνώστου, 2002

[14] Α. Αποστόλου, 1985. Μνήμες (όταν ήμουν δάσκαλος- η εθνική αντίσταση στη Λέσβο – όταν ήμουν δήμαρχος). Εκδόσεις Καπόπουλος

[15] Π. Κεμερλή και Α. Πολυχρονιάδη, 1988. Η Αντίσταση στη Λέσβο (Πηγές και Πτυχές της).

[16] Π. Κεμερλή και Α. Πολυχρονιάδη, 1988.

[17] Π. Κεμερλή και Α. Πολυχρονιάδη, 1988.